Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
1. сов. перех. разг.-сниж.
Подвергнуть заключению, лишить свободы; посадить.
2. сов. перех. разг.-сниж.
Израсходовать, потратить на что-л. слишком много денег.
3. сов. перех.
см. усаживать.
УСАДИТЬ
1. сажая (растения), занять какое-нибудь пространство.
У. клумбы цветами.
2. заставить делать какую-нибудь сидячую работу.
У. за уроки (делать уроки). У. за шитье (шить).
3. заставить или помочь усесться.
У. на место. У. в кресло.
усадить
УСАД'ИТЬ, усажу; усадишь (·моск. также усодишь), ·совер. (к усаживать ).
1.кого-что. Упросить, заставить или помочь усесться. "Привел ее в студию, усадил, взялся за кисть." А.Тургенев. Усадить гостей. Усадить детей. Усадили старушку в пролетку.
2.кого-что за что и с·инф. Упросить или заставить сесть, дав какое-нибудь занятие. Усадить мальчика за книгу. Усадили его за шахматы. Усадили гостей слушать музыку.
3.что чем. Посадив, занять какой-нибудь рассадой. Усадить грядку цветами.
4.перен., что чем. Покрыть чем-нибудь очень часто, густо. Стены усажены пятнами.
5.что. Глубоко засунув, поставить, положить (·прост. ). Усадить хлебы в печь.